θαλαμηπόλου

θαλαμηπόλου
θαλαμήπολος
attendant in a lady's chamber
fem gen sg
θαλαμηπόλος
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θαλαμηπολία — θαλαμηπολία, ή (Μ) [θαλαμηπόλος] η δουλειά τού θαλαμηπόλου …   Dictionary of Greek

  • θαλαμηπόλος — ο, η ου, καμαριέρης: Ανέλαβε καθήκοντα θαλαμηπόλου σε κρουαζιερόπλοιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”